Αφίσα που κολλιέται στους δρόμους της πόλης
Διανύουμε το δεύτερο καλοκαίρι όπου το κράτος έχει κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης με πρόσχημα την διάδοση της covid-19. Οι άνθρωποι που επιβιώνουν στα μεταναστευτικά «camps», οι κάτοικοι των συνοικισμών Ρομά, οι έγκλειστες/οι των φυλακών έχουν γίνει οριστικά πια οι Αόρατοι της καθημερινότητας στην covid εποχή αλλά και έχουν χαρακτηριστεί σχεδόν αυτοματοποιημένα «υγειονομικές βόμβες» ή αλλιώς πηγές μετάδοσης του ιού. Οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας, η στέρηση βασικών αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης έχουν γίνει η νέα κανονικότητα για τους πληθυσμούς σε εξαίρεση. Με όρους μοντέρνας ευγονικής και την πρόφαση της «προστασίας» της υγείας μας, το καθεστώς εξαίρεσης βαθαίνει σταθερά και μεθοδικά. Αφού λοιπόν συνηθίστηκε πια η εξαίρεση των Διαφορετικών, των Αόρατων, των Άλλων, των πληθυσμών που δεν εκπληρώνουν, στις παρούσες συνθήκες, εκείνα τα χρήσιμα χαρακτηριστικά για την αναπαραγωγή του κρατικού μηχανισμού και του κεφαλαίου, το κράτος προχωρά.
Τώρα ήρθε η σειρά των υπηκόων με μπλε ταυτότητα. Ο εκβιασμός του καταναγκαστικού εμβολιασμού αποτελεί (ένα ακόμη) μέσο πειθάρχησης των εργαζομένων. Με μπόλικη επίκληση στο συναίσθημα, με ρητορικές περί ατομικής ευθύνης για τους θανάτους, το κράτος προσπαθεί συστηματικά να μας πείσει πως για την διάδοση του ιού φταίμε εμείς και πως η πολιτική του διαχείριση αξίζει τυφλής εμπιστοσύνης. Προσπαθούν να μας πείσουν πως η κοινωνικοποίηση μας, η ανάγκη μας για διασκέδαση και επικοινωνία είναι υγειονομικός κίνδυνος που απειλεί τις ζωές των γύρω μας, των συγγενών μας και αποτελούν το λόγο που επιβάλλονται lockdown, απαγορεύσεις, αστυνομοκρατία. Το κράτος προσπαθεί να μετακυλήσει την ευθύνη για την εργασιακή επισφάλεια και την ανεργία που επικρατεί, στον ίδιο τον κόσμο που εργάζεται επισφαλώς, που δεν έχει δουλειά και που ζει καθημερινά με την αγωνία της επιβίωσης.
Είναι πραγματικότητα πως αρκετός κόσμος που αναθέτει ως τώρα με τυφλή εμπιστοσύνη τη ζωή του στο κράτος και τους «θεσμούς» του, αντέδρασε στον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο διαδηλώσανε στο δρόμο και αρκετοί που θα ήταν ικανοποιημένοι αν μετανάστες, Ρομά, άστεγοι, τοξικοεξαρτημένοι κ.α. εξαφανίζονταν ξαφνικά από τη δημόσια σφαίρα. Όμως αυτές οι διαδηλώσεις δεν αποτελούνταν αποκλειστικά από ρατσιστές εθνοπατριώτες. Ούτε και από «αρνητές της επιστήμης», «αντιεμβολιαστές» και «ψεκασμένους», όπως συνηθίζει η κρατική προπαγάνδα να βαφτίζει όποιο κόσμο αντιδρά στην υποχρεωτικότητα και τον εκβιασμό του εμβολίου. Παράλληλα να σημειώσουμε πως ως τώρα από αρκετές πολιτικές εκφράσεις που υποθετικά αντιτίθενται στην πολιτική του κράτους, δεν έχει διατυπωθεί κάποια ιδιαίτερη αντίδραση ως προς την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Για την ακρίβεια θα λέγαμε πως είναι μετρημένες οι πολιτικές παρεμβάσεις στη σφαίρα του δημόσιου λόγου, που έχουν ως τώρα αναδείξει τον φασισμό της επιβολής υγειονομικής πράξης ως μέσο εκβιασμού των εργαζομένων αλλά και στέρησης κοινωνικών ελευθεριών.
Γνωρίζουμε πολύ καλά τι σημαίνει να μας επιβάλλεται άμεσα ή έμμεσα το οτιδήποτε αφορά το σώμα μας. Γνωρίζουμε τι σημαίνει υγειονομική βία πάνω στα σώματά μας. Από την πίεση να γεννήσουμε με καισαρική, υπό συνθήκες τρομοκρατίας πως κινδυνεύουμε πάντα από το φυσιολογικό τοκετό, τον έλεγχο πάνω στην σεξουαλικότητα μας, το στίγμα των εκτρώσεων, το στίγμα των κιλών κι άλλα πολλά ακόμη. Δεν μας είναι κάτι καινούριο ως θηλυκότητες να μας εκβιάζουν να προβούμε σε μια υγειονομική πράξη, για αυτό αναγνωρίζουμε τον εξαναγκασμό του εμβολιασμού ως φασιστική έκφανση του κρατικού μηχανισμού. Δεν είμαστε εμείς που θα πούμε αν πρέπει ή δεν πρέπει να εμβολιαστεί κάποιο. Δεν είμαστε καμιά διορισμένη από το κράτος επιτροπή λοιμοξιολόγων που αποφασίζει και διατάσσει έχοντας το ακαταδίωκτο. Όμως το μόνο σίγουρο είναι ότι όσο παράγουμε και καταναλώνουμε, είτε εμβολιαστούμε, είτε όχι, παραμένουμε αναλώσιμες για πατριαρχία, κράτος, κεφάλαιο.
Ενάντια σε υγειονομικούς και μη διαχωρισμούς, το λόγο για τα σώματά μας τον έχουμε εμείς.